- είσθεσις
- εἴσθεσις, η (AM)1. τοποθέτηση μέσα σε κάτι2. (στην τυπογραφία) η εισοχή στίχου, η γραφή τού πρώτου γράμματος ένα διάστημα δεξιότερα από την αρχή άλλων στίχωναρχ.1. αρχή2. εισαγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἴσθεσις — putting in fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσθέσει — εἴσθεσις putting in fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσθέσεϊ , εἴσθεσις putting in fem dat sg (epic) εἴσθεσις putting in fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσθεσιν — εἴσθεσις putting in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσθέσεως — εἰσθέσεω̆ς , εἴσθεσις putting in fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)